- πρεσιοζιτέ
- (prèciosité). Κοινωνικό γλωσσικό και λογοτεχνικό φαινόμενο που προήλθε από την εκλέπτυνση των ηθών στη Γαλλία του 17oυ αι. Από το 1610, η Κατερίν ντε Βιβόν, μαρκησία του Ραμπουγιέ, δέχεται στο γαλάζιο δωμάτιο του μεγάρου της ποιητές, συγγραφείς και πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας, που τους απασχολούσε η κομψότητα και το λεπτό γούστο. Πρόκειται γενικά για την αναζήτηση μιας κομψής έκφρασης εξεζητημένης, όχι αυθόρμητης, στην τέχνη και στη ζωή. Η κίνηση αυτή ήταν συγχρόνως και μία αντίδραση κατά του παθητικού ρόλου της γυναίκας (κυρίως στον γάμο) και απέβλεπε να δώσει μεγαλύτερη ελευθερία στη γυναίκα να ρυθμίζει τη ζωή της και μια σημαντικότερη θέση στον πολιτιστικό ορίζοντα της γαλλικής κοινωνίας. Ως λογοτεχνικό φαινόμενο, η π. ήταν επιστροφή στο μύθο του ιπποτικού ή πλατωνικού έρωτα –από την Aστραία του ντ’ Iρφέ μέχρι τα μυθιστορήματα της ντε Σκιντερί (1607 – 1701)– και έγινε η αφετηρία μιας μεγάλης μισοερασιτεχνικής παραγωγής επιγραμμάτων, επιστολογραφίας πορτραίτων, εξομολογήσεων, με κύριους εκπροσώπους τον Βενσάν Βουατίρ (1598 – 1648) και τον Ιζαάκ ντε Μπανσράντ (1612 – 1691). Τα κείμενα αυτά χαρακτηρίζονται από μια γλώσσα εξεζητημένη, γεμάτη υπερβολές, αποχρώσεις, μεταφορές, παραδοξολογίες, αντιθέσεις, λογοπαίγνια. Παρά τις γελοίες υπερβολές της, που έδωσαν αφορμή στη σάτιρα του Μολιέρου (Les précieuses ridicules), του Μπουαλό και του Λα Μπριγιέρ, η π. συνέβαλε στον πλουτισμό και στον εκλεπτυσμό της γλώσσας και προκάλεσε την προσοχή σε προβλήματα έκφρασης και ψυχολογίας. Ίχνη της επίδρασής της βρίσκουμε στο έργο του Ρακίνα, της Μαντάμ ντε Λα Φαγιέτ και του Λα Ροσφουκό.
Dictionary of Greek. 2013.